- σύσταθμος
- σύσταθμ-ος, ον, (A
σταθμός 111
) of equal weight, Hp. ap. Gal.19.143.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταθμός 111
) of equal weight, Hp. ap. Gal.19.143.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σύσταθμος — ον, Α αυτός που έχει ίσο βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σταθμος (< σταθμόν), πρβλ. αντί σταθμος] … Dictionary of Greek
σύσταθμον — σύσταθμος of equal weight masc/fem acc sg σύσταθμος of equal weight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσταθμία — ἡ, Α [σύσταθμος] ισότητα βάρους, ισοσταθμία … Dictionary of Greek